Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
УПОМИНАТЬ, упомянуть о чем, помянуть, сказать, коснуться, напомнить кстати, к слову; сказать мимоходом, слегка, коротко. Древние бытописатели едва упоминают о нынешней Руси. Не упоминай ему об этом деле, не поминай, не на(вс)поминай. -ся, быть помянуту. Упоминанье и упоминовенье, упомянутие однокр. упомин муж. упоминка жен., ·об. действие по гл. Упомянутый, прич. вышеупомянутый, помянутый, о чем говорилось, поминалось наперед. Упоминатель, -ница, упоминальщик, упоминщик муж.-щицажен. упоминавший о чем. Упоминальный, -нательный, к сему относящийся. Упомнать что, упамятовать, удержать в памяти, помнить, незабыть;
| ·*южн., ·*новорос. забыть, позабыть, запамятовать. -ся, остаться в памяти. Хорошо, кабы дело не позабылось, а упомнилось. Упомянуха ·*пск. вспоминанье; напоминанье.
упоминать
несов. перех. и неперех.
1) а) Касаться кого-л., чего-л. в речи, в рассказе вскользь, указывать на кого-л., что-л. к случаю.
б) Делать замечание о ком-л., чем-л.
2) Называть кого-л., что-л. в речи вскользь, к случаю, между прочим.
3) Перечислять, называть.
упоминать
УПОМИН'АТЬ, упоминаю, упоминаешь. ·несовер. к упомянуть .